- οφέλλω
- (I)ὀφέλλω (Α)(επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω.————————(II)ὀφέλλω (Α)1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ' ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.)2. δίνω τιμή, τιμώ («πεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ὀφέλλω (< *οφέλ-jω) συνδέεται πιθ. με αρμ. aweli, y-awel- «προσθέτω, αυξάνω», arawel «πλέον, περισσότερο» (< ΙΕ ρίζα *obhel-). Αν η σύνδεση αυτή ευσταθεί, τότε θα πρέπει να αποδοθεί στη λ. ὄφελος η αρχική σημ. «αύξηση, επαύξηση» και να συνδεθεί η λ. με το μυκην. opero «όφελος από χρηματικό λογαριασμό», οπότε και τα ρ. ὀφείλω και ὀφέλλω, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έχουν κοινή προέλευση. Η άποψη, τέλος, ότι το ομηρ. ὄφελος και το μυκην. opero είναι απλά ομώνυμα φαίνεται λιγότερο πιθανή].————————(III)ὀφέλλω (Α)σαρώνω, σκουπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το αρμ. awelum «σκουπίζω, σαρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.